- ἀσύλητος
- ἀσύλητοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασύλητος — η, ο (AM ἀσύλητος, ον) [συλώ] μσν. νεοελλ. αυτός που δεν συλήθηκε, που δεν λεηλατήθηκε αρχ. προστατευμένος, ασφαλής … Dictionary of Greek
ασύλητος — η, ο αυτός που δε συλήθηκε, δε λεηλατήθηκε (κυρίως για πράγματα που θεωρούνται ιερά): Από τους αρχαίους τάφους ελάχιστοι βρέθηκαν ασύλητοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσύλητον — ἀσύλητος masc/fem acc sg ἀσύλητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλήτοιο — ἀσύλητος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλήτοισι — ἀσύλητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλήτοισιν — ἀσύλητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλήτους — ἀσύλητος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλήτων — ἀσύλητος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύλητοι — ἀσύλητος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάρπαστος — η, ο (Α ἀδιάρπαστος, ον) [διαρπάζω] αυτός που δεν διαρπάστηκε, που δεν λεηλατήθηκε, αλεηλάτητος, ασύλητος, αδιαγούμιστος, αλήστευτος … Dictionary of Greek